Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η αφγανική αστυνομία ενδεχομένως θα αντέμειβε τη Μαριάμ για το θάρρος της ρίχνοντάς τη στη φυλακή –τα παραδοσιακά ήθη απαγορεύουν στις γυναίκες να κυκλοφορούν μόνες στο δρόμο– ή θα την επέστρεφαν στον σύζυγό της. Αντί γι’ αυτό, η αστυνομία την έστειλε σ’ ένα άνετο, διώροφο κτίριο σε μια κατοικημένη γειτονιά: ένα καταφύγιο γυναικών, κάτι άγνωστο εδώ πριν από το 2003. Μετά την πτώση των Ταλιμπάν, το 2001, άρχισε να κερδίζει έδαφος η ιδέα των γυναικείων δικαιωμάτων, που εδραιώθηκε στο Σύνταγμα της χώρας και προωθείται από το νεότευκτο υπουργείο Γυναικείων Υποθέσεων και μια μικρή κοινότητα υπερασπιστών των γυναικών.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι βαθιά ριζωμένα σ’ έναν πολιτισμό όπου κυριαρχεί ο νόμος της φυλής.
Ωστόσο, έχει αρχίσει να αλλάζει η ζωή νεαρών γυναικών, όπως η 17χρονη σήμερα Μαριάμ. «Για να το θέσουμε απλά, πρόκειται για μια πατριαρχική κοινωνία», λέει η Μανίζχα Ναντερί, διευθύντρια των Γυναικών του Αφγανιστάν, μιας από τις τέσσερις οργανώσεις που διευθύνουν καταφύγια στη χώρα. «Οι γυναίκες είναι περιουσία των ανδρών. Αυτή είναι η παράδοση».
«Παραδοσιακή» επίλυση
Τα καταφύγια γυναικών έχουν γίνει αντικείμενο κριτικής, καθώς θεωρούνται ξένη παρέμβαση στην αφγανική κοινωνία, όπου τα προβλήματα της οικογένειας και της κοινότητας επιλύονται παραδοσιακά με τη μεσολάβηση των αρχηγών και των συμβουλίων της φυλής. Αλλά οι υπερασπιστές των γυναικών επιμένουν ότι οι λύσεις που δίνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευνοούν σχεδόν πάντα τους άνδρες.
Μέχρι να εμφανιστούν τα καταφύγια, μια γυναίκα σ’ έναν κακό γάμο συνήθως δεν είχε πού να στραφεί. Αν στρεφόταν στην οικογένειά της, τα αδέλφια ή ο πατέρας της ενδεχομένως θα τη γύριζαν στον σύζυγό της για να προστατέψουν την τιμή της οικογένειας. Πολλές γυναίκες καταφεύγουν στην αυτοκτονία και ορισμένες μαχαιρώνονται για να βγουν από τη μιζέρια τους, σύμφωνα με τους Αφγανούς και διεθνείς ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η κουλτούρα της σιωπής
«Επικρατεί η κουλτούρα της σιωπής», λέει η Μέρι Ακράμι, διευθύντρια του Κέντρου Ανάπτυξης Δεξιοτήτων των Αφγανών Γυναικών, που άνοιξε το πρώτο καταφύγιο γυναικών στο Αφγανιστάν, πριν από έξι χρόνια. Τα περισσότερα θύματα κακοποίησης, λέει, ντρέπονται πολύ να μιλήσουν για τα προβλήματά τους.
Οι υπερασπιστές των γυναικών επιμένουν ότι δεν προσπαθούν να διαλύσουν οικογένειες, αλλά μάλλον να τις κρατήσουν ενωμένες, με παρεμβάσεις, διαμεσολάβηση και συμβουλές. «Μόνο στις περιπτώσεις που είναι επικίνδυνο για τις γυναίκες να επιστρέψουν στο σπίτι τους, τις βάζουμε στο καταφύγιο», λέει η κ. Ναντερί, η οποία γεννήθηκε στο Αφγανιστάν, αλλά μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη και αποφοίτησε από το Hunter College. Αν αποτύχει η μεσολάβηση, λέει η κ. Ναντερί, οι δικηγόροι της οργάνωσης θα ζητήσουν διαζύγιο για λογαριασμό των γυναικών. Η οργάνωση της κ. Ναντερί έχει κάνει ένα επιπλέον βήμα και βοηθά πολλές γυναίκες να βρουν νέο σύζυγο.
Οταν η Μαριάμ έφθασε στο καταφύγιο Αφγανών Γυναικών, το 2007, οι δικηγόροι της οργάνωσης έφεραν την περίπτωσή της ενώπιον οικογενειακού δικαστηρίου. Ο σύζυγός της ζήτησε να επιστρέψει και υποσχέθηκε ότι δεν θα την ξαναχτυπήσει. Η Μαριάμ συναίνεσε. Ωστόσο, πολύ σύντομα το ξύλο ξανάρχισε. Κι η Μαριάμ ξανάφυγε. Η περίπτωσή της τέθηκε αυτή τη φορά ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, αφού ο σύζυγός της απειλούσε να τη σκοτώσει.
Στο καταφύγιο υπάρχουν ακόμη χειρότερες περιπτώσεις. Η 17χρονη Νάντια, που μένει εκεί από το 2007, θυμάται ότι προκειμένου να εκδικηθεί για μια διαφωνία που είχε με τον πατέρα της, ο σύζυγός της τής έκοψε τη μύτη κι ένα αυτί ενώ κοιμόταν. Υπεβλήθη σε έξι εγχειρήσεις και χρειάζεται κι άλλες.
Απόπειρα αυτοκτονίας
Ενα άλλο κορίτσι, την Γκουλσούμ, απήγαγε, σε ηλικία 8 ετών, ο πατέρας της, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τη μητέρα της και την ανάγκασε να παντρευτεί τον γιο της ερωμένης του. Ο σύζυγος και η πεθερά της την έδερναν και απειλούσαν να τη σκοτώσουν. Στα 13 σήμερα, η Γκουλσούμ λέει ότι, πριν διαφύγει, προσπάθησε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο.
Οι ακτιβιστές διατείνονται ότι η ανταπόκριση της κυβέρνησης σε τέτοιου είδους περιπτώσεις έχει βελτιωθεί σημαντικά μετά την πτώση των Ταλιμπάν.
Οι δικαστές κρίνουν με ίσους όρους τις γυναίκες, η αστυνομία έχει δημιουργήσει ειδική μονάδα αντιμετώπισης οικογενειακών υποθέσεων. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι η προστασία των γυναικών εξακολουθεί να είναι κυρίως θεωρητική ειδικά σε αγροτικές περιοχές, όπου η παράδοση είναι πιο βαθιά και οι γυναίκες έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες και δικαστήρια.
Η Μαριάμ λέει ότι αισθάνεται τυχερή που βρήκε καταφύγιο. Στο ερώτημα τι περιμένει στο μέλλον, απαντά: «Θέλω το διαζύγιό μου και μετά θέλω να σπουδάσω». Παρ’ όλα τα δεινά της Μαριάμ, όμως, η οικογένειά της δεν έχει αλλάξει.
Η μικρότερη αδελφή της παντρεύτηκε πριν από ένα χρόνο, στα 9 της χρόνια, για 400 δολάρια, που βοήθησαν τον πατέρα να ξεπληρώσει ένα ακόμη χρέος του για ναρκωτικά, όπως λέει η Μαριάμ, και η ακόμη μικρότερη αδελφή της, που είναι 6 ετών, θα έχει κατά τα φαινόμενα παρόμοια τύχη."